Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discoprìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diskoˈprire]

1 ανευρίσκω
2 εφευρίσκω
3 ανακαλύπτω
4 αποκαλύπτω
5 κάνω κάτι ή κάποιον γνωστό
6 φέρνω στο φως
7 εφευρίσκω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disconvenire discordante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disconoscimento (ουσ αρσ )
disconosciuto (επίθ.)
discontinuità (θηλ.ουσ)
discontinuo (επίθ.)
disconvenire (ρ.αμτβ.)
discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)
discostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discosto (επίθ.)
discosto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---