ItalianoGreco


discorsività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskorsiviˈta]

1 χρήση κοινότοπων εκφράσεων
2 ομιλητικότητα
3 πολυλογία
4 στιλ συνομιλίας
5 έκφραση καθομιλουμένης
6 τοπική έκφραση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---