Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discrepànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskreˈpantsa]

1 διχογνωμία
2 διχοστασία
3 διαφορά
4 διαφωνία
5 ασυμφωνία
6 αντίφαση
7 αντιλογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discrepante discretamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discrasia (θηλ.ουσ)
discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )
discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)
discretezza (θηλ.ουσ)
discreto (επίθ.)
discrezionale (επίθ.)
discrezionalità (θηλ.ουσ)
discrezione (θηλ.ουσ)
discriminante (θηλ.ουσ)
discriminante (επίθ.)
discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---