Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscriminazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diskriminatˈtsjone] η διάκριση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdiscriminazione [θηλ.] razziale = η φυλετική διάκριση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |