ItalianoGreco


discriminànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskrimiˈnante]

ελαφρυντικό στοιχείο (δίκης)

discriminànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diskrimiˈnante]

1 οξυδερκής
2 διαχωρίζων
3 που κάνει διακρίσεις
4 μεροληπτών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---