Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discrezionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diskrettsjoˈnale]

1 διακριτικός
2 προαιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discreto discrezionalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)
discretezza (θηλ.ουσ)
discreto (επίθ.)
discrezionale (επίθ.)
discrezionalità (θηλ.ουσ)
discrezione (θηλ.ουσ)
discriminante (θηλ.ουσ)
discriminante (επίθ.)
discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)
discusso (επίθ.)
discutere (ρ.αμτβ.)
discutibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---