Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discretézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskreˈtettsa]

1 μετριοπάθεια
2 μετριασμός
3 σύνεση
4 διακριτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discretamente discreto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )
discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)
discretezza (θηλ.ουσ)
discreto (επίθ.)
discrezionale (επίθ.)
discrezionalità (θηλ.ουσ)
discrezione (θηλ.ουσ)
discriminante (θηλ.ουσ)
discriminante (επίθ.)
discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)
discusso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---