Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discretaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diskretaˈmente]

1 διακριτικά
2 σχεδόν
3 αρκετά
4 αρκετά καλά
5 όχι και τόσο άσχημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discrepanza discretezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )
discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)
discretezza (θηλ.ουσ)
discreto (επίθ.)
discrezionale (επίθ.)
discrezionalità (θηλ.ουσ)
discrezione (θηλ.ουσ)
discriminante (θηλ.ουσ)
discriminante (επίθ.)
discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---