Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discromatopsìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskromatoˈpsia]

δυσχρωματοψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discriminazione discussione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)
discusso (επίθ.)
discutere (ρ.αμτβ.)
discutibile (επίθ.)
discutibilità (θηλ.ουσ)
disdegnare (ρ. μτβ.)
disdegno (ουσ αρσ )
disdegnoso (επίθ.)
disdetta (θηλ.ουσ)
disdettare (ρ. μτβ.)
disdetto (αρσ. επίθ και ουσ)
disdicevole (επίθ.)
disdire (ρ. μτβ.)
disdirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---