Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disdegnóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizdeɲˈɲoso], [dizdeɲˈɲozo]

1 περιφρονητικός
2 καταφρονητικός
3 υπεροπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disdegno disdetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discutere (ρ.αμτβ.)
discutibile (επίθ.)
discutibilità (θηλ.ουσ)
disdegnare (ρ. μτβ.)
disdegno (ουσ αρσ )
disdegnoso (επίθ.)
disdetta (θηλ.ουσ)
disdettare (ρ. μτβ.)
disdetto (αρσ. επίθ και ουσ)
disdicevole (επίθ.)
disdire (ρ. μτβ.)
disdirsi (ρ.μ. (αντων.))
disdoro (ουσ αρσ )
diseccitare (ρ. μτβ.)
diseconomia (θηλ.ουσ)
diseducare (ρ. μτβ.)
diseducativo (επίθ.)
diseducazione (θηλ.ουσ)
disegnare (ρ. μτβ.)
disegnatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---