Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disegnatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizeɲɲaˈtore]

ο σχεδιαστής, η σχεδιάστρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disegnare disegno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diseconomia (θηλ.ουσ)
diseducare (ρ. μτβ.)
diseducativo (επίθ.)
diseducazione (θηλ.ουσ)
disegnare (ρ. μτβ.)
disegnatore (ουσ αρσ )
disegno (ουσ αρσ )
diseguale (επίθ.)
disellare (ρ. μτβ.)
diserbante (ουσ αρσ )
diserbante (επίθ.)
diserbare (ρ. μτβ.)
diserbatura (θηλ.ουσ)
diserbo (ουσ αρσ )
diseredamento (ουσ αρσ )
diseredare (ρ. μτβ.)
diseredato (αρσ. επίθ και ουσ)
diseredazione (θηλ.ουσ)
disertare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disertore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---