Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diseredàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dizereˈdato]

1 άτυχος
2 μη προνομιούχος
3 μειονεκτικός
4 κακόμοιρος
5 φτωχικός
6 απόκληρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diseredare diseredazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diserbare (ρ. μτβ.)
diserbatura (θηλ.ουσ)
diserbo (ουσ αρσ )
diseredamento (ουσ αρσ )
diseredare (ρ. μτβ.)
diseredato (αρσ. επίθ και ουσ)
diseredazione (θηλ.ουσ)
disertare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disertore (ουσ αρσ )
diserzione (θηλ.ουσ)
disfacibile (επίθ.)
disfacimento (ουσ αρσ )
disfagia (θηλ.ουσ)
disfare (ρ. μτβ.)
disfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disfasia (θηλ.ουσ)
disfatta (θηλ.ουσ)
disfattismo (ουσ αρσ )
disfattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disfatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---