ItalianoGreco


diseredàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dizereˈdato]

1 άτυχος
2 μη προνομιούχος
3 μειονεκτικός
4 κακόμοιρος
5 φτωχικός
6 απόκληρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---