Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiseredàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dizereˈdato] 1 άτυχος 2 μη προνομιούχος 3 μειονεκτικός 4 κακόμοιρος 5 φτωχικός 6 απόκληρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |