Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disfàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈfare]

1 (letto) ξεστρώνω
2 (valigia) αδειάζω
3 (pacco) ανοίγω
4 (nodo) λύνω
5 (maglia) ξεπλέκω

disfàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [disˈfarsi]

1 αποσαθρώνομαι
2 χαλάω
3 καταστρέφομαι
4 διαλύομαι
5 μαραίνομαι
6 ξεφορτώνομαι
7 πέφτω σε κομμάτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disfagia disfasia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disertore (ουσ αρσ )
diserzione (θηλ.ουσ)
disfacibile (επίθ.)
disfacimento (ουσ αρσ )
disfagia (θηλ.ουσ)
disfare (ρ. μτβ.)
disfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disfasia (θηλ.ουσ)
disfatta (θηλ.ουσ)
disfattismo (ουσ αρσ )
disfattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disfatto (επίθ.)
disfavore (ουσ αρσ )
disfida (θηλ.ουσ)
disfonia (θηλ.ουσ)
disforia (θηλ.ουσ)
disfrasia (θηλ.ουσ)
disfunzionamento (ουσ αρσ )
disfunzione (θηλ.ουσ)
disgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---