Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisfàtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [disˈfatta] 1 απότομη με κενά πτήση 2 πανωλεθρία 3 ανατροπή 4 διαταραχή 5 ήττα 6 καταστροφή 7 πτώση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |