Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisgèlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dizˈʤɛlo] 1 τήξη 2 λιώσιμο 3 εποχή λιωσίματος πάγων 4 ξεπάγωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |