Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disgiungiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizʤunʤiˈmento]

1 χωρισμός
2 αποσύνδεση
3 αποκοπή
4 αποσύνθεση
5 διαχωρισμός
6 αποχωρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disgiungersi disgiuntivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disfunzione (θηλ.ουσ)
disgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disgelo (ουσ αρσ )
disgiungere (ρ. μτβ.)
disgiungersi (ρ.μ. (αντων.))
disgiungimento (ουσ αρσ )
disgiuntivo (επίθ.)
disgiunto (επίθ.)
disgiuntore (ουσ αρσ )
disgiunzione (θηλ.ουσ)
disgrafia (θηλ.ουσ)
disgrazia (θηλ.ουσ)
disgraziatamente (επίρ.)
disgraziato (ουσ αρσ )
disgraziato (επίθ.)
disgregabile (επίθ.)
disgregamento (ουσ αρσ )
disgregare (ρ. μτβ.)
disgregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disgregativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---