Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disgregatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizgregaˈtivo]

1 διασπαστικός
2 διαχωριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disgregarsi disgregatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disgraziato (επίθ.)
disgregabile (επίθ.)
disgregamento (ουσ αρσ )
disgregare (ρ. μτβ.)
disgregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disgregativo (επίθ.)
disgregatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disgregazione (θηλ.ουσ)
disguido (ουσ αρσ )
disgustare (ρ. μτβ.)
disgustarsi (ρ.μ. (αντων.))
disgustato (επίθ.)
disgusto (ουσ αρσ )
disgustoso (επίθ.)
disidratante (επίθ.)
disidratare (ρ. μτβ.)
disidratatore (ουσ αρσ )
disidratazione (θηλ.ουσ)
disillabo (επίθ.)
disilludere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---