Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisgustàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dizgusˈtato] 1 που έχει πάθει ναυτία 2 αναγουλιασμένος 3 αηδιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |