Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disillùso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dizilˈluzo]

1 ρεαλιστικός
2 προσγειωμένος στην πραγματικότητα
3 που δεν κατέχεται από ψευδαισθήσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disillusione disimballaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disidratazione (θηλ.ουσ)
disillabo (επίθ.)
disilludere (ρ. μτβ.)
disilludersi (ρ.μ. (αντων.))
disillusione (θηλ.ουσ)
disilluso (αρσ. επίθ και ουσ)
disimballaggio (ουσ αρσ )
disimballare (ρ. μτβ.)
disimparare (ρ. μτβ.)
disimpegnare (ρ. μτβ.)
disimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
disimpegnato (επίθ.)
disimpegno (ουσ αρσ )
disimpiego (ουσ αρσ )
disincagliare (ρ. μτβ.)
disincagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disincaglio (ουσ αρσ )
disincantare (ρ. μτβ.)
disincantato (επίθ.)
disincanto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---