Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisincagliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizinkaʎˈʎare] 1 συνεχίζω ξανά 2 κάνω ένα πλοίο να επιπλέει 3 επιπλέω ξανά disincagliàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dizinkaʎˈʎarsi] 1 ξεφεύγω 2 συνεχίζω τη πορεία μου ξανά 3 επιπλέω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |