Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinceppàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinʧepˈpare]

1 ξεβουλώνω
2 ξεφρακάρω
3 χαλαρώνω
4 ξεσφηνώνω
5 λασκάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disincentivo disincrociare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disincarnare (ρ. μτβ.)
disincastrare (ρ. μτβ.)
disincastro (ουσ αρσ )
disincentivare (ρ. μτβ.)
disincentivo (ουσ αρσ )
disinceppare (ρ. μτβ.)
disincrociare (ρ. μτβ.)
disincrostare (ρ. μτβ.)
disincrostazione (θηλ.ουσ)
disinfestante (επίθ.)
disinfestare (ρ. μτβ.)
disinfestatore (ουσ αρσ )
disinfestazione (θηλ.ουσ)
disinfettante (επίθ.)
disinfettare (ρ. μτβ.)
disinfettore (ουσ αρσ )
disinfezione (θηλ.ουσ)
disinfiammare (ρ. μτβ.)
disinflazionare (ρ. μτβ.)
disinflazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---