Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinfezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizinfetˈtsjone]

απολύμανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinfettore disinfiammare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinfestatore (ουσ αρσ )
disinfestazione (θηλ.ουσ)
disinfettante (επίθ.)
disinfettare (ρ. μτβ.)
disinfettore (ουσ αρσ )
disinfezione (θηλ.ουσ)
disinfiammare (ρ. μτβ.)
disinflazionare (ρ. μτβ.)
disinflazione (θηλ.ουσ)
disinflazionistico (επίθ.)
disinformazione (θηλ.ουσ)
disingannare (ρ. μτβ.)
disingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
disinganno (ουσ αρσ )
disingranare (ρ. μτβ.)
disinibire (ρ. μτβ.)
disinibito (επίθ.)
disinibizione (θηλ.ουσ)
disinnamorare (ρ. μτβ.)
disinnamorarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---