Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinnamoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinnamoˈrare]

1 αποξενώνω
2 αλλοτριώνω

disinnamorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizinnamoˈrarsi]

χάνω την αγάπη μου για κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinibizione disinnescare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinganno (ουσ αρσ )
disingranare (ρ. μτβ.)
disinibire (ρ. μτβ.)
disinibito (επίθ.)
disinibizione (θηλ.ουσ)
disinnamorare (ρ. μτβ.)
disinnamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disinnescare (ρ. μτβ.)
disinnesco (ουσ αρσ )
disinnestare (ρ. μτβ.)
disinnestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinnestato (επίθ.)
disinnesto (ουσ αρσ )
disinquinare (ρ. μτβ.)
disinserimento (ουσ αρσ )
disinserire (ρ. μτβ.)
disinserito (επίθ.)
disintasamento (ουσ αρσ )
disintasare (ρ. μτβ.)
disintegrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---