Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinserìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinseˈrire]

1 διακόπτω
2 αποσυνδέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinserimento disinserito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinnestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinnestato (επίθ.)
disinnesto (ουσ αρσ )
disinquinare (ρ. μτβ.)
disinserimento (ουσ αρσ )
disinserire (ρ. μτβ.)
disinserito (επίθ.)
disintasamento (ουσ αρσ )
disintasare (ρ. μτβ.)
disintegrare (ρ. μτβ.)
disintegrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disintegratore (ουσ αρσ )
disintegrazione (θηλ.ουσ)
disinteressamento (ουσ αρσ )
disinteressare (ρ. μτβ.)
disinteressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinteressatamente (επίρ.)
disinteressato (επίθ.)
disinteresse (ουσ αρσ )
disintossicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---