Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinteressàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizinteresˈsato]

1 ανυστερόβουλος
2 αφίλαυτος
3 αδιάφορος
4 αφιλοχρήματος
5 αφιλοκερδής
6 αμερόληπτος
7 αλτρουιστικός
8 ανιδιοτελής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinteressatamente disinteresse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disintegrazione (θηλ.ουσ)
disinteressamento (ουσ αρσ )
disinteressare (ρ. μτβ.)
disinteressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinteressatamente (επίρ.)
disinteressato (επίθ.)
disinteresse (ουσ αρσ )
disintossicare (ρ. μτβ.)
disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---