Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisinteressàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizinteresˈsare] προκαλώ σε κάποιον απώλεια ενδιαφέροντος disinteressàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dizinteresˈsarsi] 1 παραμελώ 2 δεν σκοτίζομαι 3 δεν μου καίγεται καρφί 4 δεν δίνω δεκάρα 5 αψηφώ 6 αδιαφορώ 7 χάνω το ενδιαφέρον μου 8 ολιγοπραγμονώ 9 ολιγωρώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |