Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinteressataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [dizinteressataˈmente]

1 ανιδιοτελώς
2 ανυστερόβουλα
3 αμερόληπτα
4 αφιλοκερδώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinteressarsi disinteressato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disintegratore (ουσ αρσ )
disintegrazione (θηλ.ουσ)
disinteressamento (ουσ αρσ )
disinteressare (ρ. μτβ.)
disinteressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinteressatamente (επίρ.)
disinteressato (επίθ.)
disinteresse (ουσ αρσ )
disintossicare (ρ. μτβ.)
disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---