Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinvestìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinvesˈtire]

καταναλώνω κεφάλαια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disintossicazione disinvolto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinteressato (επίθ.)
disinteresse (ουσ αρσ )
disintossicare (ρ. μτβ.)
disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---