Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disistimàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizistiˈmare]

1 περιφρονώ
2 έχω κακή γνώμη για κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disistima dislalia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)
dismenorroico (επίθ.)
dismisura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---