Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dismenorrèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizmenorˈrɛa]

δυσμηνόρροια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dislogia dismenorroico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)
dismenorroico (επίθ.)
dismisura (θηλ.ουσ)
disobbedire (ρ.αμτβ.)
disobbligare (ρ. μτβ.)
disobbligarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disoccupato (ουσ αρσ )
disoccupato (επίθ.)
disoccupazione (θηλ.ουσ)
disonestà (θηλ.ουσ)
disonesto (ουσ αρσ )
disonesto (επίθ.)
disonorante (επίθ.)
disonorare (ρ. μτβ.)
disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---