Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disonoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizonoˈrare]

1 ντροπιάζω
2 στιγματίζω
3 αισχύνω
4 αποπλανώ
5 εκμαυλίζω
6 σπιλώνω
7 καταντροπιάζω
8 ατιμάζω
9 κηλιδώνω
10 καταισχύνω
11 εκπορνεύω

disonorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizonoˈrarsi]

1 κηλιδώνομαι
2 καταισχύνομαι
3 ατιμάζομαι
4 ντροπιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disonorante disonore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disoccupazione (θηλ.ουσ)
disonestà (θηλ.ουσ)
disonesto (ουσ αρσ )
disonesto (επίθ.)
disonorante (επίθ.)
disonorare (ρ. μτβ.)
disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disonore (ουσ αρσ )
disonorevole (επίθ.)
disopra (ουσ αρσ )
disopra (επίρ.)
disordinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disordinatamente (επίρ.)
disordinato (επίθ.)
disordine (ουσ αρσ )
disorganico (επίθ.)
disorganizzare (ρ. μτβ.)
disorganizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorganizzazione (θηλ.ουσ)
disorientamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---