Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisópra
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈzopra] 1 πάνω μέρος 2 επάνω τμήμα disópra επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [diˈzopra] επάνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το sopra) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |