Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disorientàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizorjenˈtare]

1 ζαλίζω
2 συγχέω
3 περιπλέκω
4 σαστίζω
5 μπλέκω
6 συσκοτίζω
7 κάνω κάποιον να χάσει τα αβγά και τα πασχάλια
8 αποπροσανατολίζω
9 συγχύζω
10 αντραλίζω
11 επισκοτίζω

disorientarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizorjenˈtarsi]

1 σαστίζω
2 μπλέκομαι
3 συγχύζομαι
4 χάνω τα αβγά και τα πασχάλια
5 μπερδεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disorientamento disorientato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disorganico (επίθ.)
disorganizzare (ρ. μτβ.)
disorganizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorganizzazione (θηλ.ουσ)
disorientamento (ουσ αρσ )
disorientare (ρ. μτβ.)
disorientarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorientato (επίθ.)
disorlare (ρ. μτβ.)
disormeggiare (ρ. μτβ.)
disormeggio (ουσ αρσ )
disossare (ρ. μτβ.)
disostosi (θηλ.ουσ)
disotto (αρσ. επίθ και ουσ)
disotto (επίρ.)
dispaccio (ουσ αρσ )
disparato (επίθ.)
dispari (επίθ.)
disparità (θηλ.ουσ)
disparte (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---