Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disorméggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizorˈmedʤo]

σαλπάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disormeggiare disossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disorientare (ρ. μτβ.)
disorientarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorientato (επίθ.)
disorlare (ρ. μτβ.)
disormeggiare (ρ. μτβ.)
disormeggio (ουσ αρσ )
disossare (ρ. μτβ.)
disostosi (θηλ.ουσ)
disotto (αρσ. επίθ και ουσ)
disotto (επίρ.)
dispaccio (ουσ αρσ )
disparato (επίθ.)
dispari (επίθ.)
disparità (θηλ.ουσ)
disparte (επίρ.)
dispendio (ουσ αρσ )
dispendiosamente (επίρ.)
dispendioso (επίθ.)
dispensa (θηλ.ουσ)
dispensabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---