Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispèndio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛndjo]

1 δαπάνη
2 έξοδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disparte dispendiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispaccio (ουσ αρσ )
disparato (επίθ.)
dispari (επίθ.)
disparità (θηλ.ουσ)
disparte (επίρ.)
dispendio (ουσ αρσ )
dispendiosamente (επίρ.)
dispendioso (επίθ.)
dispensa (θηλ.ουσ)
dispensabile (επίθ.)
dispensare (ρ. μτβ.)
dispensarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispensario (ουσ αρσ )
dispensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispensiere (ουσ αρσ )
dispepsia (θηλ.ουσ)
dispeptico (αρσ. επίθ και ουσ)
disperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---