Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disperataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [disperataˈmente]

1 ριψοκίνδυνα
2 απεγνωσμένα
3 απελπισμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disperarsi disperato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispensiere (ουσ αρσ )
dispepsia (θηλ.ουσ)
dispeptico (αρσ. επίθ και ουσ)
disperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)
disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)
dispersore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispetto (ουσ αρσ )
dispettoso (επίθ.)
dispiacente (επίθ.)
dispiacere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---