Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdispèrdere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛrdere] διασκορπίζω dispèrdersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛrdersi] 1 σπαταλώ τις προσπάθειες μου (ή το χρόνο μου) 2 χάνομαι (σκορπισμένος) 3 διασκορπίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |