Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispèrdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛrdere]

διασκορπίζω

dispèrdersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛrdersi]

1 σπαταλώ τις προσπάθειες μου (ή το χρόνο μου)
2 χάνομαι (σκορπισμένος)
3 διασκορπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disperdente dispersione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)
disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)
dispersore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispetto (ουσ αρσ )
dispettoso (επίθ.)
dispiacente (επίθ.)
dispiacere (ουσ αρσ )
dispiacere (ρ.αμτβ.)
dispiacersi (ρ.μ. (αντων.))
dispiaciuto (επίθ.)
dispiegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---