Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispersióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [disperˈsjone]

1 απώλεια
2 διαφυγή
3 διάδοση
4 εξάπλωση
5 διαρροή
6 διασκορπισμός
7 διασπορά
8 σπατάλη
9 σκόρπισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disperdersi dispersività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)
dispersore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispetto (ουσ αρσ )
dispettoso (επίθ.)
dispiacente (επίθ.)
dispiacere (ουσ αρσ )
dispiacere (ρ.αμτβ.)
dispiacersi (ρ.μ. (αντων.))
dispiaciuto (επίθ.)
dispiegare (ρ. μτβ.)
dispiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
displasia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---