Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛtto]

το πείσμα, το πείραγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispersore dispettoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare dispetti a qualcuno = πειράζω || per dispetto = για αστείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)
dispersore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispetto (ουσ αρσ )
dispettoso (επίθ.)
dispiacente (επίθ.)
dispiacere (ουσ αρσ )
dispiacere (ρ.αμτβ.)
dispiacersi (ρ.μ. (αντων.))
dispiaciuto (επίθ.)
dispiegare (ρ. μτβ.)
dispiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
displasia (θηλ.ουσ)
displuvio (ουσ αρσ )
dispnea (θηλ.ουσ)
dispnoico (ουσ αρσ )
dispnoico (επίθ.)
dispondeo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---