Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdispètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈpɛtto] το πείσμα, το πείραγμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfare dispetti a qualcuno = πειράζω || per dispetto = για αστείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |