Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


displùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈpluvjo]

1 βουνοπλαγιά
2 κορυφογραμμή
3 ανυψωμένη λουρίδα γης
4 υδροκριτική γραμμή
5 υδροκρίτης
6 πλαγιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  displasia dispnea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispiacersi (ρ.μ. (αντων.))
dispiaciuto (επίθ.)
dispiegare (ρ. μτβ.)
dispiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
displasia (θηλ.ουσ)
displuvio (ουσ αρσ )
dispnea (θηλ.ουσ)
dispnoico (ουσ αρσ )
dispnoico (επίθ.)
dispondeo (ουσ αρσ )
disponibile (θηλ.ουσ)
disponibile (επίθ.)
disponibilità (θηλ.ουσ)
disporsi (ρ.μ. (αντων.))
disporre (ρ.αμτβ.)
disporre (ρ. μτβ.)
dispositivo (ουσ αρσ )
dispositivo (επίθ.)
disposizione (θηλ.ουσ)
disposto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---