Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisplùvio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈpluvjo] 1 βουνοπλαγιά 2 κορυφογραμμή 3 ανυψωμένη λουρίδα γης 4 υδροκριτική γραμμή 5 υδροκρίτης 6 πλαγιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |