Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dispositˈtsjone]

η διάθεση, η διαρρύθμιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispositivo disposto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a vostra disposizione = στην διάθεσή σας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disporsi (ρ.μ. (αντων.))
disporre (ρ.αμτβ.)
disporre (ρ. μτβ.)
dispositivo (ουσ αρσ )
dispositivo (επίθ.)
disposizione (θηλ.ουσ)
disposto (ουσ αρσ )
disposto (επίθ.)
dispotico (επίθ.)
dispotismo (ουσ αρσ )
dispregiare (ρ. μτβ.)
dispregiativo (ουσ αρσ )
dispregiativo (επίθ.)
dispregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispregio (ουσ αρσ )
disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disprezzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---