Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispositìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo]

η συσκευή

dispositìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo]

1 διατακτικός
2 κανονιστικός
3 διαρρυθμιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disporre disposizione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dispositivo [αρσ.] di sicurezza = ο μηχανισμός ασφαλείας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disponibile (επίθ.)
disponibilità (θηλ.ουσ)
disporsi (ρ.μ. (αντων.))
disporre (ρ.αμτβ.)
disporre (ρ. μτβ.)
dispositivo (ουσ αρσ )
dispositivo (επίθ.)
disposizione (θηλ.ουσ)
disposto (ουσ αρσ )
disposto (επίθ.)
dispotico (επίθ.)
dispotismo (ουσ αρσ )
dispregiare (ρ. μτβ.)
dispregiativo (ουσ αρσ )
dispregiativo (επίθ.)
dispregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispregio (ουσ αρσ )
disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---