Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdispositìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo] η συσκευή dispositìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo] 1 διατακτικός 2 κανονιστικός 3 διαρρυθμιστικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdispositivo [αρσ.] di sicurezza = ο μηχανισμός ασφαλείας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |