Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispregiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dispreʤaˈtore]

1 περιφρονητής
2 καταφρονητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispregiativo dispregio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispotico (επίθ.)
dispotismo (ουσ αρσ )
dispregiare (ρ. μτβ.)
dispregiativo (ουσ αρσ )
dispregiativo (επίθ.)
dispregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispregio (ουσ αρσ )
disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disprezzo (ουσ αρσ )
disprosio (ουσ αρσ )
disputa (θηλ.ουσ)
disputabile (επίθ.)
disputabilità (θηλ.ουσ)
disputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---