Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disprègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈprɛʤo]

1 καταφρόνια
2 καταφρόνηση
3 ταπείνωση
4 προσβλητική αδιαφορία
5 εξευτελισμός
6 περιφρόνηση
7 εκπεσμός
8 υποτίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispregiatore disprezzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispotismo (ουσ αρσ )
dispregiare (ρ. μτβ.)
dispregiativo (ουσ αρσ )
dispregiativo (επίθ.)
dispregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispregio (ουσ αρσ )
disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disprezzo (ουσ αρσ )
disprosio (ουσ αρσ )
disputa (θηλ.ουσ)
disputabile (επίθ.)
disputabilità (θηλ.ουσ)
disputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)
disquisitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---