Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disputàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dispuˈtare]

1 διαφωνώ
2 φιλονικώ
3 καβγαδίζω
4 διαπληκτίζομαι
5 αμφισβητώ
6 συζητώ
7 αντιμάχομαι

disputarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dispuˈtarsi]

1 διαγωνίζομαι
2 συναγωνίζομαι
3 ανταγωνίζομαι
4 αγωνίζομαι
5 μάχομαι
6 τσακώνομαι
7 διαπληκτίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disputabilità disputatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disprezzo (ουσ αρσ )
disprosio (ουσ αρσ )
disputa (θηλ.ουσ)
disputabile (επίθ.)
disputabilità (θηλ.ουσ)
disputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)
disquisitore (ουσ αρσ )
disquisizione (θηλ.ουσ)
dissacrare (ρ. μτβ.)
dissacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissacrazione (θηλ.ουσ)
dissalare (ρ. μτβ.)
dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissalatore (ουσ αρσ )
dissalazione (θηλ.ουσ)
dissaldare (ρ. μτβ.)
dissanguamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---