Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissanguaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dissangwaˈmento]

1 μάτωμα
2 αφαίμαξη
3 αιμορραγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissaldare dissanguare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissalare (ρ. μτβ.)
dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissalatore (ουσ αρσ )
dissalazione (θηλ.ουσ)
dissaldare (ρ. μτβ.)
dissanguamento (ουσ αρσ )
dissanguare (ρ. μτβ.)
dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissanguato (επίθ.)
dissapore (ουσ αρσ )
dissecare (ρ. μτβ.)
disseccare (ρ. μτβ.)
disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
disseccativo (επίθ.)
disselciare (ρ. μτβ.)
dissellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disseminare (ρ. μτβ.)
disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---