Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissapóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dissaˈpore] 1 πλάνη 2 διένεξη 3 διαφωνία 4 παρεξήγηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |