Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissanguàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissanˈgware]

1 αφαιμάσσω
2 αιμορραγώ

dissanguarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dissanˈgwarsi]

αιμορραγώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissanguamento dissanguato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissalatore (ουσ αρσ )
dissalazione (θηλ.ουσ)
dissaldare (ρ. μτβ.)
dissanguamento (ουσ αρσ )
dissanguare (ρ. μτβ.)
dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissanguato (επίθ.)
dissapore (ουσ αρσ )
dissecare (ρ. μτβ.)
disseccare (ρ. μτβ.)
disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
disseccativo (επίθ.)
disselciare (ρ. μτβ.)
dissellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disseminare (ρ. μτβ.)
disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)
dissennatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---