Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisseminatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [disseminaˈtore] 1 διαδίδων 2 οργωτής 3 αυτός που διασπείρει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |