Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissentìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dissenˈtire]

1 διχογνωμώ
2 έχω διαφορετική γνώμη
3 αντιγνωμώ
4 διαφωνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissenterico dissenziente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissensione (θηλ.ουσ)
dissenso (ουσ αρσ )
dissenteria (θηλ.ουσ)
dissenterico (ουσ αρσ )
dissenterico (επίθ.)
dissentire (ρ.αμτβ.)
dissenziente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissenziente (επίθ.)
dissepolto (επίθ.)
disseppellimento (ουσ αρσ )
disseppellire (ρ. μτβ.)
dissequestrare (ρ. μτβ.)
dissequestro (ουσ αρσ )
disserrare (ρ. μτβ.)
disserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissertare (ρ.αμτβ.)
dissertatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissertatorio (επίθ.)
dissertazione (θηλ.ουσ)
disservizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---